Η commedia del’ arte ξεκίνησε από την Ιταλία αλλά έκανε θριαμβευτική πορεία σε όλη την Ευρώπη. Οι λιγότερο προικισμένοι θίασοι εμφανίζονταν στα χωριά και στις μικρές πόλεις, ενώ οι πιο διάσημοι στις αίθουσες των ευγενών και στα παλάτια των βασιλιάδων. Η επίδρασή της στο Ευρωπαϊκό θέατρο είναι ανυπολόγιστη. Παντού όπου υπάρχει θέατρο υπάρχουν ίχνη της commedia del’ arte. Αν και ήρθε η στιγμή που, αναπόφευκτα, παρήκμασε, το καλύτερο μέρος της αφομοιώθηκε από γενιές ολόκληρες ηθοποιών.
Η «Κομέντια» και ο Γκολντόνι
Ο Κάρλο Γκολντόνι (1707-1793) επιχείρησε να ξαναζωντανέψει την «Κομέντια» (γιατί κατά τα τέλη του 17ου αιώνα δεν ήταν παρά η σκιά του αλλοτινού εαυτού της), εφοδιάζοντας τους ηθοποιούς με συγκεκριμένα κείμενα, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να διατηρήσει την τεχνική των παραστάσεών της.
Υπηρέτης δύο αφεντάδων
Στο θεατρικό τούτο έργο του Γκολντόνι, ο πονηρός και ταυτόχρονα απλοϊκός, πολυμήχανος και γκαφατζής, αναιδής κι ετοιμόλογος Τρουφαλντίνο τα θαλασσώνει και τα μπαλώνει ακαριαία, περιπλέκοντας τους πάντες και τα πάντα. Κι αυτό γιατί, προκειμένου να βγει ο επιούσιος, υπηρετεί δύο αφεντάδες χωρίς ο ένας να γνωρίζει για την ύπαρξη του άλλου. Τελικά ο Τρουφαλντίνο αποδεικνύεται ο ίδιος αφέντης των αφεντάδων του, αφού καταφέρνει να τους κοροϊδεύει και να πληρώνεται κι απ’ τους δυο.
Το Καφενείο
Η κωμωδία αυτή διαδραματίζεται στη Βενετία σε περίοδο καρναβαλιού και η μασκαράτα είναι ένα από τα τεχνάσματα του συγγραφέα για να στήσει την πλοκή του έργου του. Η κωμωδία ήταν αρχικά γραμμένη σε βενετσιάνικη γλώσσα και σύμφωνα με την παράδοση της commediadel’ arte.
«Όταν πρωτόγραψα την παρούσα κωμωδία χρησιμοποίησα ως πρόσωπα του έργου τον Μπριγκέλα και τον Αρλεκίνο και -για να πω την αλήθεια- τη δέχτηκαν ευμενέστατα παντού. Παρ’ όλα αυτά, τυπώνοντάς την τώρα, πίστεψα ότι εξυπηρετώ το κοινό καλύτερα, αν την καταστήσω γενικότερη, βάζοντας όχι μόνο τα δυο παραπάνω πρόσωπα να μιλούν την ‘τοσκανική διάλεκτο’ (δηλαδή την κοινή ιταλική), μα και τρία άλλα που, στην πρώτη της μορφή, μιλούσαν βενετσιάνικα. Η παρούσα κωμωδία έχει τόσο γενικούς χαρακτήρες, ώστε σε κάθε μέρος που παίχθηκε πίστευαν πως γράφτηκε πάνω στο πρότυπο γνωστών τους παραδειγμάτων. Ιδιαίτερα του Κακολόγου (του Δον Μάρτσιου) βρέθηκε παντού το μοντέλο, και τώρα, αν και αθώο, με κατηγορούν πως τον έπλασα αντιγράφοντας κακόπιστα κάποιο πραγματικό πρόσωπο. Όχι, βέβαια όχι, δεν είμαι ικανός για κάτι τέτοιο. Οι χαρακτήρες μου είναι ανθρώπινοι, είναι αληθοφανείς, ίσως κι αληθινοί, μα εγώ τους διάλεξα από το αδιάκριτο πλήθος των ανθρώπων και τυχαία συνέβη κάποιος ν’ αναγνωρίσει σ’ αυτούς τον εαυτό του. Οσάκις συμβαίνει κάτι τέτοιο, δεν είναι δικό μου λάθος το πώς ο θλιβερός χαρακτήρας μοιάζει με τον τυχόντα κακόβουλο. Είναι λάθος του κακόβουλου το πώς, βλέποντας το χαρακτήρα που παρουσιάζω, νομίζει ότι ο εαυτός του είναι ο στόχος μου» (Κάρλο Γκολντόνι).
Η μάσκα στα θεατρικά έργα του Γουίλιαμ Σαίξπηρ
Η commedia del’ arte υπήρξε ένα μακρόβιο προϊόν της Αναγέννησης. Στα χρόνια του Σαίξπηρ είχε κατακτήσει και την Αγγλία. Ο Σαίξπηρ πήρε πολλά από την commedia del’ arte και τα μεταχειρίστηκε αριστοτεχνικά στις ώριμες κωμωδίες του. Ειδικά στην κωμωδία «Όπως αγαπάτε»έχει μιμηθεί όχι μόνο τους τύπους, αλλ’ ακόμα και το ύφος, τον πρόχειρο αυτοσχεδιασμό στο διάλογο.
Πολλά από τα έργα του Σαίξπηρ τοποθετούνται σε Ιταλικές πόλεις.
Ρωμαίος και Ιουλιέτα
Στη δεύτερη τραγωδία του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», που διαδραματίζεται στη Βερόνα, ο νεαρός Ρωμαίος και οι φίλοι του χρησιμοποιούν τις μάσκες προκειμένου να εισχωρήσουν στο αρχοντικό των εχθρών Καπουλέτων.
«Δώσ’ μου μια θήκη για τη μούρη μου» λέει ο Μερκούτιος στον Ρωμαίο βάζοντας τη μάσκα «Μούρη στη μούρη! Δε με μέλλει αν κουτσομπόληδες με ειπούν ασκημομούρη. Τούτες οι φρυδάρες ας κοκκινίσουνε για μένα»
Το θέμα του έργου είναι ο έρωτας. Είναι θέμα που απασχολεί το συγγραφέα και σ’ άλλα του έργα (Αντώνιος και Κλεοπάτρα, Τρωίλος και Χρυσηίδα, Αγάπης αγώνας άγονος, Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας, Δωδέκατη Νύχτα, Όπως Αγαπάτε, Πολύ Κακό για το Τίποτα), το καθένα από διαφορετική σκοπιά. Σε αυτό το έργο, το θέμα είναι ο πρώτος έρωτας δύο νέων που αγαπιούνται με την πρώτη θέρμη, αλλά πέφτουν θύματα του τυραννικού φεουδαρχικού πνεύματος της εποχής. Ο Έρωτας εδώ υπηρετεί την Τέχνη στον αγώνα της για την ελευθερία.
Δύο πνεύματα ανταγωνίζονται. Από τη μια μεριά το τυραννικό, φεουδαρχικό πνεύμα με κύριο εκπρόσωπό του το γερο-Καπουλέτο και τον ανιψιό του Τυβάλδο. Από την άλλη το νέο φιλελεύθερο πνεύμα, με όλα τ’ άλλα πρόσωπα και, κυρίως, τους δύο εραστές που, σπρωγμένοι από την ορμή της φύσης, αγωνίζονται για το ερωτικό τους δικαίωμα. Αγκαλιάζουν πρόθυμα το νέο πνεύμα και μπαίνουν στον αγώνα, ξέροντας πόσο επικίνδυνος είναι. Είναι δραματικά αναγκαία η θυσία των δύο παιδιών και των άλλων νέων, γιατί το παλιό εξουσιαστικό πνεύμα δεν υποχωρεί. Η θυσία των παιδιών είναι η αναγκαία καταβολή, ο σπόρος που θάβεται για να φυτρώσει η νέα ζωή.
Ο έμπορος της Βενετίας
Το έργο αυτό του Σαίξπηρ διαδραματίζεται στη Βενετία σε καιρό καρναβαλιού.
Από τα στοιχεία που υπάρχουν είναι σίγουρο πως γράφτηκε πριν το 1598. Η πορεία του στις σκηνές του Παγκόσμιου Θεάτρου ήταν θριαμβευτική. Η επιτυχία του οφείλεται κύρια στη λαϊκότητα του μύθου, που είναι κοινό γνώρισμα όλων των έργων του Σαίξπηρ. Ο μύθος στο συγκεκριμένο έργο είναι πλεγμένος από περισσότερους μύθους και τα στοιχεία του, δηλαδή οι καθέκαστοι μύθοι, είναι διάσπαρτα σ’ όλο μάκρος της ανθρώπινης ιστορίας. Σε φυλές ινδοευρωπαϊκές, στην Ελλάδα, στην Αίγυπτο ή την Ανατολή, στη Γέννεση, το Βοκάκιο και την Αναγεννησιακή Ποίηση. Πρόσθετο ενδιαφέρον κινεί το θέμα της τοκογλυφίας και της μικροψυχιάς του τοκογλύφου. Ο Εβραίος Σάιλοκ είναι εγωιστής, μισαλλόδοξος, τσιγκούνης, εκδικητικός, κακοποιός νόμιμος ενόσω ο νόμος τον υποστηρίζει. Είναι ικανός για κάθε παλιανθρωπιά που δεν την πιάνει νόμος. Εργασία του είναι ο χρηματισμός με την τοκογλυφία. Έχοντας αποκτήσει χρήμα, στήνει μ’ αυτό τα δίχτυα του και πιάνει όσους του πέσουν και δεν τους αφήνει αν δεν τους πιει πρώτα το αίμα.
Ο Έμπορος της Βενετίας είναι ο Αντώνιος. Είναι πλασμένος από τον ποιητή ευρύνους, καλόκαρδος, πιστός στις φιλίες του και τις υποχρεώσεις του, γενναιόδωρος και γενναίος, σεμνός, έτοιμος να θυσιάσει και το βιος του και τη ζωή του στην αλληλεγγύη. Και στο έργο αυτό ανταγωνίζονται το πνεύμα το τυραννικό και το πνεύμα το φιλελεύθερο, όπως αυτά τα δυο πνεύματα τα έβλεπε η αναγέννηση και όπως τα είδε και ο μεγάλος της ποιητής. Ο «Έμπορος της Βενετίας» έχει ευτυχισμένο τέλος κι απ’ αυτό χαρακτηρίζεται κωμωδία.
Στη 2η πράξη, η μασκαράτα δίνει την ευκαιρία στον αγαπημένο της κόρης του Εβραίου να την κλέψει με τη συναίνεσή της.
Σάιλοκ (2η Πράξη, Σκηνή 5η)
Τι! Θα ’χει μασκαράδες; Άκουσέ με Τζέσικα:
κλείδωσ’ τις πόρτες μου. Κι όταν ακούσεις τούμπανο,
και τις στριγκλιές του στραβολαιμιασμένου πίφερου,
τότε μη σκαρφαλώνεις στους φεγγίτες,
ούτε να βγάζεις το κεφάλι σου στη δημοσιά
για να χαζεύεις τους παλαβοχριστιανούς με τα βαμμένα μούτρα,
παρά βούλωσ’ του σπιτιού μου τ’ αυτιά, εννοώ τα παραθύρια μου.
Για να μην μπει ο αχός από σαχλές ανοησίες στο σοβαρό μου σπίτι.
Μα τη ράβδο του Ιακώβ, δεν έχω νου να πάω σε τσιμπούσι έξω απόψε:
αλλά θα πάω. Περπάτα εσύ μπροστά μωρέ.
Πες τους πως έρχομαι. (Μετάφραση: Βασίλης Ρώτας)
www.oge.gr