Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

Γιώργος Λούκος: «Λένε ότι η Επίδαυρος είναι μόνο για αρχαίο θέατρο. Μπούρδες!

Οι υπουργικές «παραγγελιές» είναι στο DNA μας. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Ελληνικού Φεστιβάλ μιλάει για τη φετινή διοργάνωση, τις παρεξηγήσεις του παρελθόντος και τις ελπίδες για το πολιτιστικό μέλλον της χώρας. Ακόμη και για την ιδέα θεάτρου Καμπούκι στην Επίδαυρο.

Το καλό μιας συζήτησης με τον καλλιτεχνικό διευθυντή ενός φεστιβάλ, όχι προκαταρκτικής ή απολογιστικής, αλλά ταυτόχρονης με τη διοργάνωσή του, είναι προφανώς η εγγύτητα στα τρέχοντα: μπορείς να ρωτήσεις τον Γιώργο Λούκο για τα πρώτα μηνύματα από τις φετινές παραστάσεις και να ακούσεις ότι οι περισσότερες είναι sold out ή ότι σε κάποιες προστέθηκαν μέρες. Oτι εκείνες για τις οποίες δεν ήταν σίγουρος πώς θα τις πάρει το κοινό έσκισαν και πως ενώ στην Πειραιώς συνάντησε νέους που αναφώνησαν «τι ωραία που ξανάρχισε», στο λιμάνι του Πειραιά ανακάλυψε και διαφορετικό κοινό. Ακόμα και για το πανδαιμόνιο στο «Ντον Τζοβάνι» μπορείς να μάθεις ότι εκείνου τού άρεσε η προσέγγιση. «Γιουχάρανε όμως μερικοί, γιατί νομίζουν ότι σε μια "Τραβιάτα" πρέπει να είναι όλα όπως παλιά και όταν γίνει κάτι σύγχρονο, αισθάνονται κλονισμένοι» λέει. «Και να πεις ότι βλέπανε κάθε μέρα όπερα στην Ελλάδα, εντάξει. Αν δεν σου αρέσει κάτι, φύγε. Έτσι είμαστε όμως εμείς οι Έλληνες, εκφραστικοί».


Γιώργος Λούκος: «Λένε ότι η Επίδαυρος είναι μόνο για αρχαίο θέατρο. Μπούρδες!

'Οτι είμαστε είμαστε, καμιά φορά, ωστόσο, αν έχουμε θέση υπουργού, μπορεί και να μην εμφανιστούμε καν στην παρουσίαση του φεστιβαλικού προγράμματος. Εντάξει, δεν ήταν η πρώτη φορά και ο Λούκος δεν θέλει να ταξινομήσει θητείες, έστω ανώνυμα. Δεν είναι θέμα προσώπων λέει: το υπουργείο Πολιτισμού είναι που δικαιούται περισσότερη σημασία. Πολιτικοί μεταθέτονται σε αυτό από άλλες θέσεις τη στιγμή που στη Γαλλία τούς ανατίθεται επειδή ενδιαφέρονται, επειδή κάθε μέρα επισκέπτονται μουσεία και γκαλερί. Οχι ότι είχε πρόβλημα με κανέναν. Ακόμα και ο Κώστας Τζαβάρας, «που νομίζανε ότι υπήρχε κάτι, που δεν ξέρανε αν θα με κρατήσουν και τα ρίξανε σε εκείνον» στο Λούκο φάνηκε ευγενέστατος.



Θα μπορούσε πάντως ο πολιτισμός να γίνει επένδυση που θα έλυνε μέρος του οικονομικού προβλήματος. Να αξιοποιηθούν ορισμένοι αρχαίοι χώροι και «η Ελλάδα να γίνει "the place to be"». Μήπως φταίει που οι πολιτικοί αναλώνονται σε «παραγγελιές» για ημέτερους στο Φεστιβάλ όπως κάποτε; «Ορισμένα πράγματα είναι σχεδόν στο DNA μας, από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας» είναι ο χρησμός του. «Θα ήταν κρίμα να τα αφαιρέσουμε όλα ξαφνικά» συνεχίζει γελαστός, «γιατί τότε δεν θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε τον «Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή»».

ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ. Ορισμένα άλλα είναι θέμα οικονομικών. Τα οποία είναι χειρότερα, τονίζει, από ό,τι θα μπορούσαν. Βοήθησε μεν το Ίδρυμα Νιάρχος, κατά τα άλλα όμως «μας κόβουν κάθε χρόνο, σαν να θέλουν να μας πούνε κάτι. Από πέρσι κόπηκε το 1/3 του προϋπολογισμού: 700.000 ευρώ, που είναι πολλά. Και χωρίς λόγο πιστεύω. Το Φεστιβάλ διαφημίζει τη χώρα έξω, ευχαριστεί τους ανθρώπους εδώ». Πώς λοιπόν από τις τάξεις των δεύτερων ακούστηκε και ότι η φετινή διοργάνωση, βασισμένη στο «από λίγα σε πολλούς» αντί στο «από πολλά σε λίγους», παρουσιάζει θεάματα που όλο και κάπου θα απολαμβάναμε; «Αν είχα πολλούς ξένους θα λέγανε ότι "με τέτοια κρίση, αντί για τα παιδιά μας, βοηθάει αυτούς"» απαντά.

Και η μοιρασιά; «Δεν είναι ότι τους δόθηκαν από λίγα. Αρκετοί ζήτησαν να ενταχθούν στο πρόγραμμα, αλλά από το δικό τους θέατρο, χωρίς να πάρουν τίποτα, γιατί ίσως προσελκύσουν περισσότερο κόσμο». Δηλαδή ούτε ιδανική ισορροπία εθνικού και διεθνούς υπάρχει; «Θα μπορούσαμε να έχουμε περισσότερα απ' το εξωτερικό, αλλά και τα οικονομικά μας δυσκόλεψαν και η καθυστερημένη ανακοίνωση του προϋπολογισμού. Δεν μπορείς τον Μάρτιο να ρωτήσεις μια ορχήστρα αν θέλει να έρθει τον Μάιο. Ρωτάς έναν χρόνο πριν, όταν δεν ξέραμε αν θα υπάρχει Ελλάδα. Είδα πολλά που ήθελα να φέρω και δεν μπορούσα. Δεν θα σας πω όμως ποια».

Μερικά από αυτά, ίσως να τα βλέπαμε στο θέατρο του Πολυκλείτου, που φέτος φιλοξενεί «Ιππόλυτο», «Βατράχους» ή «Φιλοκτήτη». Όταν φιλοξενούσε τις «Ευτυχισμένες μέρες», θυμάται ο Λούκος, είχαν πει «τι είναι αυτά, Μπέκετ στην Επίδαυρο;». Ήταν πάντως επιτυχία, τονίζει, όπως και η Μπάους, ο Οστερμάιερ ή ο Σπέισι. «Αυτά που λένε ότι η Επίδαυρος είναι αποκλειστικά για αρχαίο δράμα είναι μπούρδες» λέει, αφού μια διαφορετική επιλογή δείχνει πως το αρχαίο θέατρο γέννησε πολλά είδη, που υπάρχουν σήμερα επειδή υπήρξε εκείνο παλιά. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να τα δεχθεί στην αγκαλιά του. «Θα ήταν πολύ ωραίο, ας πούμε, να ανέβει στην Επίδαυρο ένα γιαπωνέζικο, ένα Νο ή Καμπούκι, έτσι δεν είναι;». Ενδεχομένως, αν και κάτι τέτοια είχαν ίσως ερεθίσει τους υπέρμαχους της αντικατάστασής του.

Η ΠΑΡΑΜΟΝΗ. Ερωτώμενος σήμερα αν αισθάνεται ότι έχει κάτσει πολύ ή λίγο, απαντά «ούτε το ένα ούτε το άλλο». Πόσο είναι το ιδανικό; Σχετική η απάντηση. «Και μια σημαντική αλλαγή που δεν λέγεται είναι ότι έπαψε να είναι ένα φεστιβάλ από ατζέντηδες για ατζέντηδες, στη λογική "θα σου φέρω ένα κιλό Μπολσόι και τρία Μπεζάρ" με ένα ποσοστό του μπάτζετ σε μίζες. Η μεγαλοαστική φιγούρα επίσης στο Ηρώδειο και την Επίδαυρο εξαφανίστηκε χάρη στην Πειραιώς. Χάρη σε παιδιά που έρχονταν από τα φροντιστήριά τους για να δουν κάτι που τους ενδιαφέρει».

Ε, όχι και Μπέκετ!
Όταν το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου φιλοξένησε τις «Ευτυχισμένες μέρες» με τη Φιόνα Σο, είχε ειπωθεί «τι είναι αυτά, Μπέκετ στην Επίδαυρο;», θυμάται ο Γιώργος Λούκος. Ήταν πάντως επιτυχία, τονίζει, όπως και η Πίνα Μπάους, ο Τόμας Οστερμάιερ ή ο Κέβιν Σπέισι.


www.tovima.gr/Νικόλας Ζώης
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...